σαρκοκήλης

σαρκοκήλης
σαρκοκήλη
sarcocele
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιρροκήλη — η, Ν μορφή σαρκοκήλης, κατά την οποία το νεόπλασμα τού όρχεως είναι καρκινωματώδης σκίρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρρος «ιδιάζουσα μορφή καρκίνου» + κήλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”